- κόσμηση
- η (ΑM κόσμησις) [κοσμώ]διακόσμηση, στολισμόςαρχ.1. διάταξη, τακτοποίηση2. αξιοπρεπής εμφάνιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοσμήσῃ — κοσμήσηι , κόσμησις ordering fem dat sg (epic) κοσμέω order aor subj mid 2nd sg κοσμέω order aor subj act 3rd sg κοσμέω order fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμοποιία — κοσμοποιΐα, ἡ (ΑM) [κοσμοποιός] η δημιουργία τού κόσμου («Ἀναξαγόρας... νοῡν καὶ θεὸν πρῶτος ἐπαγαγόμενος τῇ κοσμοποιΐα», Θεμίστ.) αρχ. 1. κόσμηση, στολισμός 2. τίτλος συγγράμματος τού Εμπεδοκλέους … Dictionary of Greek
Βεργίνα — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 1.246 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Βρίσκεται σε απόσταση 12 χλμ. από τη Βέροια. Στη Β. βρίσκεται ένας από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Μακεδονίας και όλης της … Dictionary of Greek
νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… … Dictionary of Greek
Σούνιο — I Τοποθεσία της Αττικής στο νοτιότατο άκρο της, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο ακρωτήριο. Στην αρχαιότητα το Σ. ήταν ένας από τους αττικούς δήμους, που αποτελούσαν την πόλη των Αθηνών. Στο Σ. υπήρχαν επίσης δύο ιερά, ένα του Ποσειδώνα, του οποίου… … Dictionary of Greek